χρυσοφανικός

χρυσοφανικός
-ή, -ό, Ν
(φρ) «χρυσοφανικό οξύ»
χημ. τρικυκλική αρωματική οργανική ένωση, γνωστή και ως διυδροξυμεθυλανθρακινόνη, που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chrysophanic < χρυσοφανής + κατάλ. -ικός. Το επίθ., στον λόγιο τ. τού ουδ. χρυσοφανικόν (οξύ), μαρτυρείται από το 1875 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”